Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιτωτός -ή -ό [tsitotós] Ε1 : πολύ καλά τεντωμένος· τσιτωμένος: Tο φόρεμα της έρχεται τσιτωτό. Ένα κορίτσι με τσιτωτά μαλλιά.
τσιτωτά ΕΠIΡΡ: Στρώνω το σεντόνι ~. [τσιτώ(νω) -τός]