Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιτσιρίζω [tsitsirízo] -ομαι στη σημ. 2 Ρ2.1 : 1. για λιπαρές κυρίως ουσίες, που όταν καίγονται βγάζουν έναν ήχο που μοιάζει με σφύριγμα: Tσιτσιρίζει το λάδι στο τηγάνι / στο καντήλι. Tσιτσιρίζει το κρέας στην κατσαρόλα. || Tσιτσιρίζει το κρύο νερό στο αναμμένο σίδερο. 2. (μτφ., οικ.) υποβάλλω κπ. σε μια ταλαιπωρία που διαρκεί πολύ· τσιγαρίζω2: Tσιτσιρίστηκαν για να καταφέρουν να σπουδάσουν τα παιδιά τους.
[< τσιρίζω με επανάλ. της α' συλλαβής]