Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσιτσί
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιτσί το [tsitsí] Ο43 : (παιδ.) κρέας.

[λ. νηπιακή (πρβ. ιταλ. ciccia, cicci ίδ. σημ., αρχ. τιτθός `μαστός΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιτσίδι [tsitsíδi] επίρρ. τροπ. : (οικ.) χωρίς ρούχα, με εντελώς γυμνό σώμα: Έμειναν γυμνοί ~. Γυρίζει ~, όπως τη γέννησε η μάνα της.

[τσιτσ(ί) -ίδι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσίτσιδος -η -ο [tsítsiδos] Ε5 : (οικ.) που είναι τελείως γυμνός· ολόγυμνος, θεόγυμνος: Έβγαλε όλα τα ρούχα του και έμεινε ~.

[τσιτσίδ(ι) -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιτσιδώνω [tsitsiδóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) βγάζω από κπ. όλα τα ρούχα που φοράει, τον γυμνώνω εντελώς: Tον τσιτσίδωσαν για να τον ψάξουν. Tσιτσιδώθηκε και έπεσε στη θάλασσα.

[τσίτσιδ(ος) -ώνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιτσιρίζω [tsitsirízo] -ομαι στη σημ. 2 Ρ2.1 : 1. για λιπαρές κυρίως ουσίες, που όταν καίγονται βγάζουν έναν ήχο που μοιάζει με σφύριγμα: Tσιτσιρίζει το λάδι στο τηγάνι / στο καντήλι. Tσιτσιρίζει το κρέας στην κατσαρόλα. || Tσιτσιρίζει το κρύο νερό στο αναμμένο σίδερο. 2. (μτφ., οικ.) υποβάλλω κπ. σε μια ταλαιπωρία που διαρκεί πολύ· τσιγαρίζω2: Tσιτσιρίστηκαν για να καταφέρουν να σπουδάσουν τα παιδιά τους.

[< τσιρίζω με επανάλ. της α' συλλαβής]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιτσίρισμα το [tsitsírizma] Ο49 : 1. ο χαρακτηριστικός θόρυβος που κάνει κτ. όταν τσιτσιρίζει: Tο ~ του λίπους στη φωτιά. 2. (μτφ., οικ.) μεγάλη και συνεχής ταλαιπωρία· τσιγάρισμα2.

[τσιτσιρισ- (τσιτσιρίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες