Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσιριχτός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιριχτός -ή -ό [tsirixtós] Ε1 : για οξύ και δυνατό ήχο: H τρομπέτα σού έσκιζε τα αυτιά με τον τσιριχτό της ήχο. Έχει μια τσιριχτή φωνή που σου σπάει τα νεύρα.

[τσιρικ- (τσιρίζω) -τός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες