Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιρίζω [tsirízo] Ρ2.2α : (οικ.) βγάζω δυνατές και διαπεραστικές φωνές: Θύμωσε κι άρχισε να τσιρίζει. Ούρλιαζε, τσίριζε από τους πόνους. Tο μω ρό τσίριζε όλη τη μέρα. || για κτ. που έχει δυνατό, οξύ και δυσάρεστο ήχο.
[αρχ. συρίζω `σφυρίζω΄ με ισχυροπ. της άρθρ. [si > tsi] (ορθογρ. απλοπ.)]