Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιρίδα η [tsiríδa] Ο26 : (οικ.) δυνατή και διαπεραστική φωνή: Tα παιδιά τρόμαξαν και έβαλαν / έμπηξαν τις τσιρίδες. Άρχισε τα κλάματα και τις τσιρίδες. Aμάν μια ζωή μ΄ αυτές τις τσιρίδες σου! Δεν τον αντέχω άλλο, είναι όλο φωνή και ~.
[τσιρ(ίζω) -ίδα]