Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσιπ
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιπ 1 το [tsíp] Ο (άκλ.) : (ηλεκτρον.) ηλεκτρονικό στοιχείο· ολοκληρωμένο κύκλωμα. τσιπάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αγγλ. chip]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιπ 2 το : το ελάχιστο χρηματικό ποσό που έχουν ορίσει ότι μπορεί να παίξει ο παίκτης του πόκερ.

[αγγλ. chip]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσίπα η [tsípa] Ο25α : 1. (λαϊκότρ.) πέτσα, κρούστα: H ~ στο γιαούρτι / στο γάλα. 2. (μτφ., οικ.) ντροπή. α. για συμπεριφορά που έχει σχέση με τη σεξουαλική ηθική: Δεν έχει ~ επάνω της, είναι ντιπ ξετσίπωτη. β. φιλότιμο: Δεν έχεις καθόλου ~ και προσπαθείς να με κοροϊδέψεις μπροστά στα μάτια μου;

[μσν. τσίπα < σλαβ. tsipa]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιπούρα η [tsipúra] Ο25 : ψάρι με πλατύ σώμα και με γκρίζο, ασημί χρώμα, που το ψαρεύουν για το πολύ νόστιμο κρέας του. τσιπουρίτσα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. τσιπούρα ίσως < *ἵππουρα θηλ. του αρχ. ἵππουρος με ανάπτ. αρχικού [ts] από συνεκφορά με το άρθρο της, τις· τσιπούρ(α) -ίτσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσίπουρο το [tsípuro] Ο41 : 1. δυνατό οινοπνευματώδες ποτό που το παρασκευάζουν από στέμφυλα, τα οποία έχουν υποστεί ζύμωση και απόσταξη: Ήπιε ένα ~, ένα ποτηράκι με τσίπουρο. 2. (πληθ.) ό,τι μένει ύστερα από το πάτημα των σταφυλιών και από την αφαίρεση του μούστου. τσιπουράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1: Έλα να πιούμε ένα ~ / το ~ μας.

[μσν. τσίπουρον < τουρκ.(;)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιπς τα [tsíps] Ο (άκλ.) : λεπτές, στρογγυλές, τηγανισμένες φέτες πατάτας: Φτιάχνω ~ / τις πατάτες ~. Aγόρασε ένα σακουλάκι ~. || (ως επίθ.): Πατατάκια ~.

[αγγλ. chips]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες