Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιντσιλά το [tsintsilá] Ο (άκλ.) : 1. μικρό θηλαστικό της τάξης των τρωκτικών που ζει στη N. Aμερική και που εκτρέφεται για την απαλή γκρίζα γούνα του. 2. η γούνα του παραπάνω ζώου: Παλτό / ζακέτα / γιακάς από ~. || (ως επίθ.) για κτ. που είναι φτιαγμένο από τη γούνα αυτή: Φορούσε μια γούνα / μια ζακέτα ~.
[λόγ. < αγγλ. chinchilla < ισπαν. chinchilla (από γλ. των Ινδιάνων της Aμερικής), κατά το τονικό σχ. των δανείων από τα γαλλ.]