Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσινιάρης -α -ικο [tsináris] Ε9 : (οικ.) 1. για ζώο που αγριεύει εύκολα και κλοτσάει: Tσινιάρικο γαϊδούρι. 2. (μτφ.) για άνθρωπο που εκνευρίζεται, που πειράζεται εύκολα: Πολύ τσινιάρα γυναίκα, με το παραμικρό αρπάζεται.
[τσιν(ιά `κλοτσιά΄ < τσιν(ώ) -ιά) -ιάρης]