Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιμπούσι το [tsibúsi] Ο44 : (οικ.) διασκέδαση με πλούσια φαγητά και ποτά που συνοδεύονται από χορό και τραγούδι· φαγοπότι: Kάναμε ένα γερό ~.
[τουρκ. çümbüş (από τα περσ.) -ι]