Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιμπούρι το [tsibúri] & τσιμούρι το [tsimúri] Ο44 : 1. παράσιτο που κολλάει στο δέρμα των κατοικίδιων κυρίως ζώων και τους ρουφάει το αίμα: Aυτός ο σκύλος είναι γεμάτος τσιμπούρια. 2. (οικ.) άνθρωπος που με τη συνεχή παρουσία του ή με τις επίμονες απαιτήσεις του γίνεται ενοχλητικός, φορτικός: Aυτός είναι μεγάλο ~· έρχεται και δε λέει να φύγει. (έκφρ.) κάποιος μου γίνεται ~: Mου έχει γίνει ~ για να αγοράσω το χτή μα του και δεν ξέρω πώς να τον ξεφορτωθώ.
[ελνστ. τσιμούριον και με παρετυμ. τσιμπώ]