Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιμπίδι το [tsimbíδi] Ο44 : είδος μικρής τσιμπίδας για να πιάνουμε ή για να στερεώνουμε κτ.
τσιμπιδάκι το YΠΟKΟΡ: ~ για τα μαλλιά / για τα φρύδια. Tο ~ του γιατρού, μικρή χειρουργική λαβίδα. Tο ~ του ρολογά / του τυπογράφου, μικρή πένσα. [τσιμπίδ(α) υποκορ. -ι]