Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσιμεντάδικο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιμεντάδικο το [tsimendáδiko] Ο41 : (οικ.) 1. εργοστάσιο παραγωγής τσιμέντου. 2. πλοίο που μεταφέρει τσιμέντο.

[τσιμέντ(ο) -άδικο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες