Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιλημπούρδισμα το [tsilibúrδizma] & τσιλημπούρδημα το [tsilibúrδi ma] Ο49 : η ενέργεια του τσιλημπουρδίζω: Όταν λείπει η γυναίκα του, αρχίζει τα τσιλημπουρδίσματα.
[μσν. τσιληπούρδισμα με ηχηροπ. του μεσοφ. [p > b] < τσιληπουρδισ- (δες στο τσιλημπουρδίζω) -μα· τσιλημπου ρδη- (τσιλημπουρδάω) -μα]