Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιλημπουρδάω [tsiliburδáo] & -ώ Ρ10.1α & τσιλημπουρδίζω [tsiliburδí zo] Ρ2.1α : (οικ.) κυρίως για άντρα που έχει πολλές εξωσυζυγικές ερωτικές δραστηριότητες.
[μσν. τσιληπουρδώ με ηχηροπ. του μεσοφ. [p > b] < αρχ. σιληπορδῶ `φέρομαι αλαζονικά΄ (ισχυροπ. της άρθρ. [si > tsi] και τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [r] )· μσν. *τσιληπουρδίζω (μσν. τσιληπούρδισμα) με ηχηροπ. του μεσοφ. [p > b] < τσιληπουρδ(ώ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. τσιληπουρδησ-]