Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιγκουνιά η [tsiŋguná] Ο24 : ANT σπατάλη. α. η ιδιότητα του τσιγκούνη: H ~ του τον έκανε να γυρίζει κουρελής. β. (συνήθ. πληθ.) ενέργειες που χαρακτηρίζουν τον τσιγκούνη: Mε τις τσιγκουνιές που κάνεις δε χτίζεται σπίτι της προκοπής.
[τσιγκούν(ης) -ιά]