Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιγκέλι το [tsingéli] Ο44 : μεταλλικό στέλεχος με τη μία άκρη του αιχμηρή και λυγισμένη προς τα πάνω, που το χρησιμοποιούν για να κρεμούν ή για να πιάνουν κτ.: Τα αρνιά κρέμονται στα τσιγκέλια του χασάπη. Μουστάκια σαν ~, στριμμένα προς τα πάνω. ΦΡ. του βγάζω τα λόγια / του τα βγάζεις με το ~, για κπ. που δυσκολεύεται ή που δε θέλει να μιλήσει ελεύθερα· ΣΥΝ ΦΡ του τα βγάζεις με την τσιμπίδα.
τσιγκελάκι το ΥΠΟΚΟΡ μικρό τσιγκέλι. [τουρκ. çengel -ι με τροπή [tse > tsi] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: τσελίκι - τσιλίκι]