Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιγαρίζω [tsiγarízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. (μαγειρ.) βάζω μέσα στο καυτό λάδι ή λίπος της κατσαρόλας κρέας ή λαχανικά και τα αφήνω σε δυνατή φωτιά, ώσπου να ροδίσουν, ενώ συγχρόνως τα ανακατεύω· καβουρντίζω1β: ~ τον κιμά / το κρεμμύδι. Tσιγαρισμένο κρέας. 2. (μτφ., οικ., συνήθ. παθ.) ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα· τσιτσιρίζο μαι: Tσιγαριστήκαμε μέσα στη ζέστη όλο τον Iούλιο. Φέτος με την ακρίβεια θα τσιγαριστούμε.
[μσν. τσιγαρίζω < βεν. cigar `τσιρίζω, σκληρίζω΄ -ίζω]