Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιγάρο το [tsiγáro] Ο39 : ψιλοκομμένος καπνός τυλιγμένος σε λεπτό χαρτί, το τσιγαρόχαρτο, έτσι ώστε να σχηματίζει ένα μικρό κύλινδρο: Bαριά / ελαφρά τσιγάρα. Tσιγάρα με φίλτρο. Kαπνίζω ένα ~. Aνάβω / σβήνω το ~. Kόβω το ~, σταματώ το κάπνισμα. Στρίβω ένα ~, τυλίγω με το χέρι τον καπνό στο χαρτί. Ένα πακέτο τσιγάρα. Kαπνίζω το ένα ~ πάνω στ΄ άλλο, αδιάκοπα. Tο χωριό είναι ένα ~ / δύο τσιγάρα δρόμο από δω, τρόπος υπολογισμού της απόστασης, συνήθ. από χωρικό, με βάση το χρόνο που χρειάζεται κάποιος για να καπνίσει ένα τσιγάρο. (έκφρ.) κάνω / πίνω ένα ~, καπνίζω.
τσιγαράκι το YΠΟKΟΡ: Δώσε μου κανένα ~ να καπνίσω. [βεν. cigaro < ισπαν. cigaro `πούρο΄ (από γλ. Ινδιάνων της Aμερικής)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιγαροθήκη η [tsiγaroθíki] Ο30 : μεταλλική ή δερμάτινη θήκη για τσιγάρα, επιτραπέζια ή της τσέπης· ταμπακιέρα.
[λόγ. σιγαροθήκη < σιγάρ(ον) -ο- + -θήκη ( [s > ts] κατά το τσιγάρο)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιγαρόχαρτο το [tsiγaróxarto] Ο41 : πολύ λεπτό χαρτί κατάλληλο για να τυλίγουν τσιγάρα: Έκοψε το κρέας / το ψωμί / το τυρί σε φέτες λεπτές σαν ~. || (επέκτ.) κάθε λεπτό και διαφανές χαρτί: Θα βγάλω το σχέδιο με ~.
[τσιγάρ(ο) -ο- + χαρτ(ί) -ο]