Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσιγάρισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιγάρισμα το [tsiγárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τσιγαρίζω. 1. (μαγειρ.) καβούρντισμα: Tο κρέας θέλει ~ πριν αρχίσει να βράζει. 2. (μτφ., οικ.) συνεχής ταλαιπωρία.

[τσιγαρισ- (τσιγαρίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες