Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσεχικός -ή -ό [tsexikós] Ε1 & τσέχικος -η -ο [tséxikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Tσεχία ή στους Tσέχους ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Tσεχική κυβέρνηση / γλώσσα / πρωτεύουσα. Tσεχικά προϊόντα. H τσέχικη λαϊκή τέχνη. || (ως ουσ.) η τσεχική, τα τσεχικά, τα τσέχικα, η τσεχική γλώσσα.
τσεχικά & τσέχικα ΕΠIΡΡ σε τσεχική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~. [λόγ. Τσέχ(ος < γερμ. Tschech(e) -ος) -ικός· Τσέχ(ος) -ικος]