Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσεπώνω [tsepóno] Ρ1α : (οικ.) 1. παίρνω χρήματα που δε μου ανήκουν ή τα κερδίζω παράνομα· ΣYN ΦΡ βάζω στην τσέπη: Ο ταμίας τσέπωσε τις εισπράξεις και εξαφανίστηκε. Mε πλαστά τιμολόγια τσέπωσε πολλά εκατομμύρια. 2. κερδίζω χρήματα χωρίς να το περιμένω: Tσέπωσε τα λεφτά του λαχείου / την κληρονομιά.
[τσέπ(η) -ώνω]