Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσελίκι 1 το [tselíki] & τσιλίκι 1 το [tsilíki] Ο44 : 1. (λαϊκότρ.) ατσάλι. 2. (μτφ., οικ.) για άνθρωπο με ατσάλινη υγεία, πολύ γερό.
[τουρκ. çelik -ι· υποχωρ. αφομ. [e-i > i-i] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσελίκι 2 το & τσιλίκι 2 το : υπαίθριο παιχνίδι που παίζεται από δύο ή περισσότερα παιδιά με βέργες.
[τουρκ. çelik -ι· υποχωρ. αφομ. [e-i > i-i] ]