Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσεκ
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσεκ το [tsék] Ο (άκλ.) : τραπεζικό έντυπο με το οποίο ο καταθέτης δίνει εντολή στην τράπεζα να καταβάλει στον κομιστή το χρηματικό ποσό που αναγράφεται σ΄ αυτό· τραπεζική επιταγή: Θα πληρώσει με ~ και όχι με μετρητά.

[λόγ. < αγγλ. cheque, check]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσεκάπ το [tsekáp] Ο (άκλ.) : σειρά ιατρικών εξετάσεων για τον έλεγχο της υγείας ενός ατόμου: Στα πλαίσια της προληπτικής ιατρικής περιλαμβάνεται και το ~.

[λόγ. < αγγλ. checkup]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσεκάρισμα το [tsekárizma] Ο49 : η ενέργεια του τσεκάρω.

[τσεκάρ(ω) -ισμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσεκάρω [tsekáro] -ομαι Ρ6 : κάνω επαλήθευση ονομάτων, αριθμών ή αντικειμένων, συνήθ. από τον κατάλογο όπου αναφέρονται αυτά, βάζοντας δίπλα τους ένα σημαδάκι.

[αγγλ. check -άρω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσεκουράτος -η -ο [tsekurátos] Ε3 : για κτ. που λέγεται ωμά, χωρίς περιστροφές ή για φέρσιμο που δείχνει σκληρή αποφασιστικότητα: Οι κουβέντες του ήταν τσεκουράτες. Tα λόγια του έπεσαν τσεκουράτα. τσεκουράτα ΕΠIΡΡ: Tου τα είπε κοφτά και ~.

[τσεκούρ(ι) -άτος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσεκούρι το [tsekúri] Ο44 : 1. εργαλείο με πλατιά και κοφτερή λεπίδα, σε διάφορα σχήματα, προσαρμοσμένη σε ξύλινη λαβή, που το χρησιμοποιούν κυρίως για να κόβουν ξύλα· πελέκι: Tο ~ του ξυλοκόπου. ΦΡ πέφτει φωτιά και ~, για μεγάλες καταστροφές σε περίοδο πολέμου. 2. (μτφ., οικ.) για πολύ αυστηρή κρίση: Έπεσε ~ στα μαθηματικά.

[μσν. τσεκούριον < ελνστ. σεκούριον με ισχυροπ. της άρθρ. < λατ. secur(is) -ιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσεκουριά η [tsekurjá] Ο24 : χτύπημα με τσεκούρι: Έδωσε μια ~ και έκοψε το κλαδί.

[τσεκούρ(ι) -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσεκουρώνω [tsekuróno] -ομαι Ρ1 : 1. (οικ.) επιβάλλω σε κπ. αυστηρή ποι νή: Tον τσεκούρωσε το δικαστήριο με δέκα χρόνια φυλακή. || επιπλήττω κπ. πολύ αυστηρά. 2. βαθμολογώ πολύ αυστηρά, συνήθ. με απορριπτικό βαθμό: Στις φετινές εξετάσεις τσεκουρώθηκε η μισή η τάξη. 3. πουλώ κτ. σε κπ. ή του προσφέρω κάποια υπηρεσία πολύ ακριβά: Ο επιπλοποιός μού έκανε καλή δουλειά, αλλά με τσεκούρωσε.

[τσεκούρ(ι) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες