Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσεβρές ο [tsevrés] Ο13 : 1. εργόχειρο σε λεπτό υφαντό ύφασμα, που το κεντούν με μεταξωτή και με χρυσή κλωστή: Ένας ωραίος ~ στόλιζε το τραπέζι. 2. κεντητό μαντίλι που το φορούσαν στο κεφάλι οι γυναίκες.
[τουρκ. çevre -ς (αρχική σημ.: `περιφέρεια΄)]