Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσατίλα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσατίλα η [tsatíla] & τσαντίλα 2 η [tsadíla] Ο25α : (οικ.) θυμός, νεύρα: Tον περιμένω τόση ώρα και έχω μια ~ / κάτι τσαντίλες!

[τσατ(ίζω), τσαντ(ίζω) -ίλα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσατίλας ο [tsatílas] & τσαντίλας ο [tsadílas] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) : άνθρωπος που εκνευρίζεται και θυμώνει εύκολα.

[τσατίλ(α), τσαντίλ(α) 2 -ας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες