Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσατίζω [tsatízo] -ομαι & τσαντίζω [tsadízo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) εκνευρίζω κπ., τον κάνω να θυμώσει: Σώπα, μη με τσατίζεις άλλο! Πολύ τσαντισμένος είσαι σήμερα.
[τουρκ. çat(ιş) `τσακώνομαι΄ -ίζω· ηχηροπ. του μεσοφ. [t > d] ]