Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσαρλατάνος ο [tsarlatános] Ο18 : 1. αυτός που ισχυρίζεται ότι έχει θαυματουργικές ικανότητες και εξαπατά τους αφελείς: Στο μεσαίωνα τσαρλατάνοι και αγύρτες έκαναν τους αστρολόγους. Tσαρλατάνοι που πουλούν μαγικά βότανα για όλες τις αρρώστιες, κομπογιαννίτες. 2. (μειωτ.) α. για επιστήμονα, κυρίως για γιατρό που δεν έχει σοβαρή επιστημονική κατάρτιση. β. για πολιτικό κυρίως πρόσωπο που υπόσχεται λύσεις σε διάφορα προβλήματα, χωρίς να στηρίζεται σε επιστημονική ή σε ρεαλιστική βάση.
[μσν. τσαρλατάνος < ιταλ. ciarlatano -ς]