Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσαπατσούλικος -η -ο [tsapatsúlikos] Ε5 : που χαρακτηρίζει τον τσαπατσούλη: Tσαπατσούλικη δουλειά, που έγινε πρόχειρα και απρόσεχτα. Tσαπατσούλικο τετράδιο, κακογραμμένο, ακατάστατο και λερωμένο.
τσαπατσούλικα ΕΠIΡΡ: Δουλεύει ~. [τσαπατσούλ(ης) -ικος]