Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσαπίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσαπίζω [tsapízo] -ομαι Ρ2.1 : σκάβω με τσάπα.

[μσν. τσαπίζω < τσάπ(α) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες