Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσαπί το [tsapí] Ο43 : είδος τσάπας με μακρόστενο κοπτικό εξάρτημα: Έβαλε το ~ στον ώμο και ξεκίνησε για το χωράφι. Δόντια σαν τσαπιά, για μεγάλα και προτεταμένα δόντια.
[μσν. τσαπίον υποκορ. του τσάπ(α) -ίον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσαπίζω [tsapízo] -ομαι Ρ2.1 : σκάβω με τσάπα.
[μσν. τσαπίζω < τσάπ(α) -ίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσάπισμα το [tsápizma] Ο49 : η ενέργεια του τσαπίζω: Tο χώμα / το χωράφι θέλει ~.
[τσαπισ- (τσαπίζω) -μα]