Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσανακογλείφτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσανακογλείφτης ο [tsanakoγlíftis] Ο10 : (λαϊκ.) άνθρωπος κόλακας και αναξιοπρεπής· γλείφτης.

[τσανάκ(ι) -ο- + γλείφτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες