Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσανάκα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσανάκα η [tsanáka] Ο25α : βαθύ πήλινο ή ξύλινο σκεύος που το χρησιμοποιούσαν στα χωριά για πιάτο· γαβάθα. || Γιαούρτι τσανάκας, που το έχουν πήξει σε μεγάλο πήλινο σκεύος.

[τσανάκ(ι) μεγεθ. ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες