Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσαλαπετεινός ο [tsalapetinós] Ο17 : πτηνό με μακρύ ράμφος, μακριά ουρά και μια χαρακτηριστική τούφα από φτερά στο κεφάλι: Είναι σαν ~, τα μαλλιά του είναι ανακατεμένα και όρθια.
[ίσως *τσαλοπετεινός με προχωρ. αφομ. [a-o > a-a] < τσαλ(ί) -ο- + πετεινός]