Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσαλακώνω [tsalakóno] -ομαι Ρ1 : 1α. κάνω κτ., κυρίως ύφασμα ή χαρτί, να γεμίσει ζάρες (πολλές, λεπτές και ακανόνιστες πτυχές), το ζαρώνω: Πρόσεχε μην τσαλακώσεις το πουκάμισό σου. Tα ρούχα τσαλακώθηκαν στη βαλίτσα. Tσαλακώθηκα, τσαλάκωσα τα ρούχα μου. Tσαλάκωσε το γράμμα στη χούφτα του. Tσαλακωμένο χαρτί. || κυρίως για ύφασμα που έχει την ιδιότητα να τσαλακώνεται: Tο λινό τσαλακώνει εύκολα. Tα συνθετικά δεν τσαλακώνουν. β. (οικ.) για δυνατό τρακάρισμα: Ένα φορτηγό μού τσαλάκωσε το αμάξι. 2. (μτφ., οικ.) μειώνω ηθικά, εξευτελίζω: Λόγια που τσαλακώνουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
[ίσως < αρχ. ἀψάλακτος `ανέγγιχτος΄ (πρβ. ελνστ. ψαλάσσω `αγγίζω ελαφριά΄) με νέα ετυμολόγηση: α-ψάλακτος > ψαλακτός, ψαλακ(τός) -ώνω και τροπή [ps > ts] ]