Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσακώνομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσακώνομαι [tsakónome] Ρ1β : καβγαδίζω, μαλώνω: Tα παιδιά τσακώνονται όλη τη μέρα για τα παιχνίδια. Tσακώθηκαν οι δύο οδηγοί για την προτεραιότητα. || διακόπτω τις σχέσεις μου με κπ. εξαιτίας μιας διαφοράς, δε μιλιέμαι με κπ.: Είναι τσακωμένος με τον αδερφό του.

[μέσο του τσακώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες