Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσακώνομαι [tsakónome] Ρ1β : καβγαδίζω, μαλώνω: Tα παιδιά τσακώνονται όλη τη μέρα για τα παιχνίδια. Tσακώθηκαν οι δύο οδηγοί για την προτεραιότητα. || διακόπτω τις σχέσεις μου με κπ. εξαιτίας μιας διαφοράς, δε μιλιέμαι με κπ.: Είναι τσακωμένος με τον αδερφό του.
[μέσο του τσακώνω]