Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσακωμός ο [tsakomós] Ο17 : η ενέργεια του τσακώνομαι· καβγάς: Έγινε μεγάλος ~ χωρίς λόγο. Aτέλειωτοι τσακωμοί για το μοίρασμα της περιουσίας.
[τσακώ(νομαι) -μός]