Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσακμάκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσακμάκι το [tsakmáki] Ο44 : είδος αναπτήρα με φιτίλι και τσακμακόπετρα. || (επέκτ.) αναπτήρας.

[τουρκ. çakmak ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες