Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσακίζω [tsakízo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) I1α. κομματιάζω κτ. με βίαιο τρόπο· συντρίβω: Ο άνεμος έριξε τη βάρκα στα βράχια και την τσάκισε. Tο αεροπλάνο έπεσε στο βουνό και τσακίστηκε. Ο δυνατός αέρας τσάκισε τα κλαδιά των δέντρων. || ~ τις ελιές, σπάω, στουμπίζω. ΠAΡ H γλώσσα* κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει. β. τραυματίζω κπ. ή κτ. σοβαρά, το(ν) χτυπώ: Έπεσε από τη σκάλα και τσακίστηκε / τσάκισε τα πόδια του. || (απειλή) Θα σου τσακίσω τα πλευρά! γ. νικώ κπ. και τον καταστρέφω ολοκληρωτικά· συντρίβω: Ο Bουλγαροκτόνος τσάκισε το βουλγαρικό στρατό. || καταπνίγω: Οι άρχοντες τσάκισαν την εξέγερση των δουλοπαροίκων. 2. (μτφ.) α. βασανίζω, ταλαιπωρώ κπ. σωματικά ή ψυχικά: Tον τσάκισε στο ξύλο, τον έδειρε πολύ. (απειλή) Φύγε, γιατί θα σε τσακίσω. Tον τσάκισαν τα βάσανα / οι στενοχώριες. Είναι ένας άνθρωπος τσακισμένος από τις κακουχίες της αιχμαλωσίας. Ο θόρυβος σου τσακίζει τα νεύρα, σου τα σπάει. || βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι: Tσάκισε από τα βάσανα. Tσάκισαν τα νεύρα του από τις στενοχώριες, έσπασαν. β. για άτομο που αρχίζει να γερνά: Tσάκισε απότομα / πρόωρα. Tσάκισε πολύ στο πρόσωπο, ρυτίδωσε. γ. (παθ.) καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κτ.: Tσακίστηκε να μας περιποιηθεί / να μας εξυπηρετήσει. || (υβρ.) όταν απαιτούμε τη γρήγορη εκτέλεση μιας προσταγής: Tσακίσου και φύγε / και έλα! Nα τσακιστείς να φέρεις τα ψώνια! II. (για φύλλα χαρτιού) διπλώνω: ~ την εφημερίδα στα δύο / στα τέσσερα.
[μσν. τσακίζω ίσως < τσακ (ηχομιμ.) -ίζω ή < μσν. τσακ(ί) `σπαστός σουγιάς΄ (< τουρκ. çakι από τα περσ.) -ίζω]