Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσίτι το [tsíti] Ο44 : φτηνό βαμβακερό, εμπριμέ ύφασμα. || (επέκτ.) φόρεμα από τσίτι : Δεν έχει ούτε ένα ~ να φορέσει.
τσιτάκι το YΠΟKΟΡ συνήθ. για να υπογραμμίσουμε τη φτηνή ποιότητα του υφάσματος. || (επέκτ.) φόρεμα από τσίτι: Φορούσε ένα απλό, νόστιμο ~. [τουρκ. çit (από τα περσ.) -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσίτινος -η -ο [tsítinos] Ε5 : που είναι φτιαγμένος από τσίτι: Tσίτινη ρόμπα. Tσίτινο φουστανάκι.
[τσίτ(ι) -ινος]