Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσίρλα η [tsírla] Ο25α : (οικ.) διάρροια· τσιρλιό: M΄ έπιασε ~.
[τσιρλ(ώ) -α (αναδρ. σχημ.) < *τσιλώ (ανάπτ. [r] ;) < ελνστ. τιλῶ `έχω διάρροια΄ με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] ]