Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσίπα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσίπα η [tsípa] Ο25α : 1. (λαϊκότρ.) πέτσα, κρούστα: H ~ στο γιαούρτι / στο γάλα. 2. (μτφ., οικ.) ντροπή. α. για συμπεριφορά που έχει σχέση με τη σεξουαλική ηθική: Δεν έχει ~ επάνω της, είναι ντιπ ξετσίπωτη. β. φιλότιμο: Δεν έχεις καθόλου ~ και προσπαθείς να με κοροϊδέψεις μπροστά στα μάτια μου;

[μσν. τσίπα < σλαβ. tsipa]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες