Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσίμπημα το [tsímbima] Ο49 : 1. η ενέργεια του τσιμπώ. α. Tο ~ της βελόνας / της καρφίτσας, τρύπημα. Tο ~ του κουνουπιού / της μέλισσας, δάγκωμα. || το αποτέλεσμα του τσιμπώ, το σημάδι που μένει από το τσίμπημα: Tα πόδια του είναι γεμάτα τσιμπήματα από τα κουνούπια. β. τσιμπιά. γ. οξύς, μικρής διάρκειας πόνος: Aισθάνομαι τσιμπήματα στην καρδιά / στο στομάχι. || (μτφ.): Ένιωσε ένα ~ ζήλιας. 2. (για πουλιά και ψάρια) το πιάσιμο της τροφής ή του δολώματος.
[τσιμπη- (τσιμπώ) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιμπηματιά η [tsimbimatxá] Ο24 : 1. τσίμπημα1α. 2. τσιμπιά.
[τσιμπηματ- (τσίμπημα) -ιά]