Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσίλικος -η -ο [tsílikos] Ε5 : (οικ.) για κτ. που είναι ολοκαίνουριο και γυαλιστερό: Tσίλικο εικοσάδραχμο / αυτοκίνητο. Tσίλικα παπούτσια.
[τουρκ. çil -ικος]