Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσίλι το [tsíli] Ο (άκλ.) : είδος καυτερής πιπεριάς καθώς και η σάλτσα που παρασκευάζεται από αυτήν.
[αγγλ. chili < ισπαν. chile (από γλ. των Iνδιάνων της Aμερικής)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσίλια η [tsíla] Ο25α (συνήθ. πληθ.) : στη ΦΡ κρατάω / φυλάω τσίλιες, παραφυλάω μήπως παρουσιαστεί αστυνομικό ή άλλο εποπτικό όργανο, την ώρα που συνεργάτης ή συνεργάτες μου κάνουν κτ. παράνομο ή παράτυπο, ώστε να τους ειδοποιήσω έγκαιρα: Ο ένας φύλαγε τσίλιες στη γωνία κι ο άλλος έγραφε παράνομα συνθήματα στον τοίχο. Kράταγε τσίλιες για να μη δει ο καθηγητής τους συμμαθητές του που το έσκαγαν.
[ιταλ. ουδ. ciglio `βλεφαρίδα, βλέφαρο΄, πληθ. ciglia που θεωρήθηκε θηλ. εν.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιλιαδόρος ο [tsilaδóros] Ο18 : (οικ.) αυτός που κρατάει τσίλιες.
[τσί λι(α) -αδόρος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιλιβήθρα η [tsilivíθra] Ο25 : 1. (οικ.) είδος μικρού ωδικού πτηνού· σουσουράδα. 2. (μτφ., οικ.) για μικρόσωμο και αδύνατο άνθρωπο, συνήθ. για παιδί ή για γυναίκα.
[;]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσίλικος -η -ο [tsílikos] Ε5 : (οικ.) για κτ. που είναι ολοκαίνουριο και γυαλιστερό: Tσίλικο εικοσάδραχμο / αυτοκίνητο. Tσίλικα παπούτσια.
[τουρκ. çil -ικος]