Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσίκνα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσίκνα η [tsíkna] Ο25 : μυρωδιά και καπνός: α. από κρέας που ψήνεται· κνίσα: Mας έσπασε τη μύτη η ~ από τις ψησταριές. β. από φαγητό που καίγεται στην κατσαρόλα, όταν τελειώσει το νερό.

[μσν. τσίκνα < αρχ. κνῖσα(;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες