Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσίγκος ο [tsíŋgos] Ο18 : ψευδάργυρος κατεργασμένος σε λεπτά φύλλα: Έφτιαξε με τσίγκους ένα πρόχειρο υπόστεγο. || μείγμα ψευδαργύρου που το χρησιμοποιούν οι ελαιοχρωματιστές. || πλάκα ψευδαργύρου ή και άλλου υλικού που χρησιμοποιείται στην τσιγκογραφία.
[ιταλ. zinco, zingo -ς < γαλλ. zinc < γερμ. Zink]