Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσέπη η [tsépi] Ο30 : 1. είδος μικρής θήκης ραμμένης επάνω σε ρούχα και από το ίδιο ύφασμα με αυτά, όπου μπορεί κανείς να βάλει μικροαντικείμενα: ~ παντελονιού / παλτού / ζακέτας. Εσωτερική / εξωτερική / κρυφή / κολλητή / σκιστή ~. || θήκη σε τσάντες, σάκους, βαλίτσες κτλ. (έκφρ.) γυρνάει με τα χέρια στις τσέπες, χωρίς να κάνει τίποτε. ΦΡ τον έχω / τον βάζω στην ~ μου, ασκώ απόλυτο έλεγχο επάνω σε κπ. έχω κτ. στην ~ μου, έχω εξασφαλίσει κτ., είμαι σίγουρος ότι θα το πετύχω: Έχει το διορισμό στην ~ του. ξέρω κπ. / κτ. σαν την ~ μου, πολύ καλά. βάζω κτ. στην ~ μου, το οικειοποιούμαι. 2. για να δηλώσουμε την οικονομική κατάσταση, το οικονομικό κέρδος ή τα χρήματα στις ΦΡ έχει γεμάτη / φουσκωμένη ~, έχει οικονομική άνεση. (δεν) το αντέχει / το σηκώνει η ~ μου, (δεν) έχω την οικονομική ευχέρεια να αποκτήσω κτ. μένω με άδειες τσέπες, χωρίς λεφτά. έχει τρύπιες τσέπες, είναι πολύ σπάταλος. κοιτάει την ~ του, είναι φιλοχρήματος, συμφεροντολόγος. πληρώνω από την ~ μου, για έξοδα που επιβαρύνουν εμένα. βάζω στην ~ (μου), κλέβω ή αποκτώ παράνομα. βάζω το χέρι (βαθιά) στην ~, ξοδεύω, πληρώνω μεγάλα ποσά· έχει καβούρια η / στην ~ του, για τσιγκούνη που δύσκολα ξοδεύει. (γνωμ.) τα σάβανα δεν έχουν τσέπες, για να δηλώσουμε το μάταιο της αποθησαύρισης υλικού πλούτου. 3. (έκφρ.) της τσέπης, για αντικείμενο σε πολύ μικρό μέγεθος που χωράει σε μια τσέπη: Bιβλίο / λεξικό / υπολο γιστής τσέπης. Ρολόι τσέπης, σε αντιδιαστολή προς το ρολόι που φοριέται στο χέρι. || (επέκτ.) για κτ. που έχει μικρότερο μέγεθος σε σχέση με το κανονικό: Yποβρύχιο τσέπης.
τσεπάκι το YΠΟKΟΡ α. μικρή τσέπη. β. ειδική μικρή τσέπη που τη ράβουν μέσα σε άλλη μεγαλύτερη: Tο ~ του παντελονιού / του γιλέκου / του σακακιού. ΦΡ βάζω / έχω κτ. / κπ. στο ~, έχω κτ. / κπ. σίγουρα στη διάθεσή μου. τσεπούλα η YΠΟKΟΡ. [τουρκ. cep (από τα αραβ.) -η (αποηχηροπ. του αρχικού [dz > ts] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: τζάμπα - τσάμπα)· τσέπ(η) -ούλα]