Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσέμπαλο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσέμπαλο το [tsémbalo] Ο41 : νυκτό μουσικό όργανο με χορδές και με πλήκτρα, που μοιάζει με πιάνο με ουρά.

[αντδ. < ιταλ. cembalo (στη νέα σημ.) < λατ. cymbalum < αρχ. κύμβαλον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες