Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσάρλεστον το [tsárleston] Ο (άκλ.) : χορός που έχει τις ρίζες του στους νέγρους της Aμερικής και που χορεύτηκε στην Ευρώπη τη δεκαετία του 1920. || στιλ ~, για γυναικείο μακρόταλο φόρεμα.
[λόγ. < αγγλ. charleston < όν. πόλης Charleston της Aμερικής όπου χορεύτηκε για πρώτη φορά]